- φρασμοσύνη
- φρασμοσύνη, ἡ, [dialect] Dor. [suff] φρακ-σύνα,A = φραδ-, understanding,
μαντειῶν IG12.503
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαντειῶν IG12.503
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρασμοσύνη — ἡ, Α βλ. φραδμοσύνη … Dictionary of Greek
φραδμοσύνη — και φρασμοσύνη, ἡ, Α [φράδμων / φράσμων, όνος] ευφυΐα, επιτηδειότητα … Dictionary of Greek